- δυσκοίλιος
- -α, -ο (Α δυσκοίλιος, -ον)1. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα*, ο στυπτικός2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από δυσκοιλιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσκοίλιος — bad for the bowels masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκοίλιος — α, ο 1. αυτός που υποφέρει από δυσκοιλιότητα (αντίθ. ευκοίλιος). 2. αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα: Ορισμένα φαγητά είναι δυσκοίλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσκοίλιον — δυσκοίλιος bad for the bowels masc/fem acc sg δυσκοίλιος bad for the bowels neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκοιλιώτερος — δυσκοίλιος bad for the bowels masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκοιλίοις — δυσκοίλιος bad for the bowels masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκοιλίου — δυσκοίλιος bad for the bowels masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκοιλίων — δυσκοίλιος bad for the bowels masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκοίλιοι — δυσκοίλιος bad for the bowels masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιαχώρητος — δυσδιαχώρητος, ον (Α) 1. δύσπεπτος 2. αυτός που διέρχεται με δυσκολία 3. δυσκοίλιος … Dictionary of Greek
κατάπυκνος — η, ο (AM κατάπυκνος, ον) πολύ πυκνός αρχ. 1. πολύ δυσκοίλιος («κοιλίη κατάπυκνος», Ιπποκρ.) 2. γραμμ. αυτός που χρησιμοποιεί κάτι πολλές φορές … Dictionary of Greek